καθάρτρια

καθάρτρια
κᾰθάρ-τρια, , fem. of καθαρτής, Sch.Pi.P.3.139.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καθάρτρια — καθάρτρια, ἡ (Α) βλ. καθαρτής …   Dictionary of Greek

  • καθάρτρια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθάρτριαι — καθάρτρια fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρτής — (Cathartes). Γένος πτηνών της οικογένειας των καθαρτιδών (βλ. λ.). * * * ο (Α καθαρτής, θηλ. καθάρτρια) [καθαίρω] αυτός που καθαρίζει, που εξαγνίζει από ενοχή ή από μίασμα («σοῡ γὰρ ἔρχομαι δίκη καθαρτὴς πρὸς θεῶν ὡρμημένος», Σοφ.) νεοελλ. ζωολ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”